hustle$36328$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

hustle$36328$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Hustle (movie); Hustle (film); Hustle (disambiguation); Hussle; The Hustle

hustle      
n. βιά, σπουδή

Ορισμός

hustle
(hustles, hustling, hustled)
1.
If you hustle someone, you try to make them go somewhere or do something quickly, for example by pulling or pushing them along.
The guards hustled Harry out of the car...
VERB: V n prep/adv
2.
If you hustle, you go somewhere or do something as quickly as you can.
You'll have to hustle if you're to get home for supper...
They had finished the exam and the teacher was hustling to get the papers gathered up.
VERB: V, V to-inf
3.
If someone hustles, they try to earn money or gain an advantage from a situation, often by using dishonest or illegal means. (mainly AM)
We're expected to hustle and fight for what we want...
I hustled some tickets from a magazine and off we went.
VERB: V, V n from n
4.
Hustle is busy, noisy activity.
Shell Cottage provides the perfect retreat from the hustle and bustle of London...
= bustle
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Hustle

Hustle or The Hustle may refer to: